Η Σμύρνη ήταν ελληνική για 2.000 χρόνια, ίσως και παραπάνω και ο ελληνικός παλμός δονούσε ιδιαίτερα στους Έλληνες της πόλης και γι’ αυτό οι Τούρκοι την αποκαλούσαν «Γκιαούρ Ισμίρ» (Gavur Izmir). Σε σύνολο 350.000 κατοίκων, τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες αριθμούσαν 200.000, οι Τούρκοι 80.000, οι Αρμένιοι 40.000, οι Εβραίοι 50.000 και οι Δυτικοί (Άγγλοι, Ιταλοί και Γάλλοι) τους 30.000. Ονομαστά ήσαν τα σχολεία της. Η περίφημη Ευαγγελική Σχολή, που ιδρύθηκε πριν από 2,5 αιώνες, είχε βιβλιοθήκη με 50.000 συγγράμματα, μεταξύ των οποίων πολλά σπάνια και αρχέτυπα και πολλοί κώδικες κι εκατοντάδες άλλα χειρόγραφα, αρχαιολογικό μουσείο και εκτός από το κεντρικό ίδρυμα, το ονομαστό γυμνάσιο της και το εμπορικό της τμήμα, είχε και 5 παραρτήματα με χιλιάδες μαθητές.
Η Σμύρνη διέθετε και άλλα λαμπρά σχολεία κοινοτικά και ιδιωτικά, μεταξύ των οποίων το φημισμένο από παλιά ελληνογαλλικό λύκειο Αρώνη, το ελληνογερμανικό λύκειο Γιαννίκη, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, το Ομήρειο και πολλά άλλα σχολεία, οργανωμένα από τις αλλοεθνείς κοινότητες και ξένες αποστολές. Ήτο τόσο προηγμένη η παιδεία στη Σμύρνη, ώστε δεκάδες μαθητές να προσέρχονται κάθε χρόνο από την ελεύθερη Ελλάδα. Θα ήταν περιττό να πούμε για τη σωματειακή και τη άλλη οργάνωση του ελληνισμού της Σμύρνης. Ανάλογη ήταν και η οργάνωση της φιλανθρωπίας με βάθρα τα 3 ευαγή ιδρύματα, το Γραικικό Νοσοκομείο του Αγίου Χαραλάμπους, το Ελληνικό Βρεφοκομείο και το Ελληνικό Ορφανοτροφείο. Ως προς τη Εκκλησία, μαζί με το πλήθος των ευεργετών εξασφάλιζαν τους πόρους για τη λειτουργία των σχολείων και για την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών. Η αρχαιότερη από τις υπάρχουσες ελληνικές εφημερίδες, η «Αμάλθεια», εκδιδόταν στη Σμύρνη από το 1838. Όταν η πνοή της ελευθερίας θέρμαινε τη Σμύρνη εκδίδονταν σ’ αυτήν 15 εφημερίδες και περιοδικά.
Γύρω από τη Σμύρνη απλώνονταν δεκάδες προάστια και άλλες πόλεις με αμιγείς ελληνικούς πληθυσμούς, όπως τα Βουρλά (Βρύουλα), ο Τσεσμές (Κρήνη), οι Κυδωνιές (Αϊβαλί), το Αξάριο, Αλάτσατα, Κορδελιό, Μπουρνόβα, Κουσάντασι, Μπουτζάς, Γκουλ-Μπαχτσέ κ.α.
Αλλά και η βιομηχανική δραστηριότητα σημείωνε καταπληκτική πρόοδο και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Και να σκεφθεί κανείς ότι η βιομηχανία στη M. Ασία εξελίχθηκε μέσα σ’ ένα κλίμα τέλειας αδιαφορίας από την πλευρά του κράτους και απουσίας κάθε κρατικής αντίληψης σε θέματα επιχειρήσεων. Σε σύνολο 5.308 εργοστασίων κι εργαστηρίων του βιλαετιού της Σμύρνης, τα 4.008 ήταν ελληνικά, τα 1.216 τουρκικά, 28 αρμενικά, 21 εβραϊκά και τα υπόλοιπα ξένων. Δηλαδή, το 76% περίπου ήταν ελληνικά. Σύμφωνα με έρευνα του Εμπορικού Επιμελητηρίου Σμύρνης, ανάμεσα σε 3.315 εργοστάσια και εργαστήρια της πόλης, χωρίς να υπολογιστούν τα 10 περίπου που ανήκαν σε ξένους, 73% ανήκαν σε Έλληνες, 26% σε Τούρκους και 1% σε Αρμένιους και Εβραίους. Σε συνολική ιπποδύναμη 13.209 ατμόιππων από τα παραπάνω 5.308 εργοστάσια, οι 8.880 ήταν ελληνικών εργοστασίων και σε συνολική αξία των εργοστασίων αυτών 3.854.980 περίπου χρυσών τουρκικών λιρών, οι 2.135.940 χρυσές λίρες ήταν ελληνικά κεφάλαια. Στον τομέα λοιπόν της βιομηχανίας οι Έλληνες κυριαρχούσαν μεταξύ όλων των άλλων λαών, διέθεταν κεφάλαια μεγάλα, ήταν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι εισαγωγείς και δάνειζαν ακόμη και το οθωμανικό κράτος.
H ραγδαία εξέλιξη του εμπορίου βοηθούσε στην αύξηση του ελληνικού πληθυσμού κι αυτός με τη σειρά του ενίσχυε τις εμπορικές εργασίες. H περίφημη προκυμαία της πόλης, το Και (Quai) ήταν η βάση και το ορμητήριο, από το οποίο προωθείτο ο ελληνικός πληθυσμός και το εμπόριο. H Σμύρνη ήταν η αποθήκη του εμπορίου της δυτικής Μ. Ασίας, όπως το Xαλέπι της Συρίας. Στις αποθήκες και τα καταστήματα των Ελλήνων της Σμύρνης έφταναν τα καραβάνια από την Tοσκάτη, Άγκυρα, Προύσα, Ικόνιο, Αττάλεια, Ερζερούμ, Ντιγιαρμπακίρ με βαμβάκια, νήματα, μαλλιά Αγκύρας, περσικά χαλιά, ερυθρόδανο (ριζάρι), βαφές, φαρμακευτικά είδη, κερί, σπόγγους, σιτάρια, κριθάρια, δέματα καπνού, όπιο, λάδια, κρασιά, σύκα, σταφίδες.